- πρᾳοῦς
- πρᾱͅοῦς , πρᾶοςGött. Nachr.masc/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πραοῦς — πρᾱοῦς , πρᾶος Gött. Nachr. masc/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾴους — πρᾶος Gött. Nachr. masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράους — πρά̱ους , πρᾶος Gött. Nachr. masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SIMPLICES — apud Arnobium adv. Gent. l. 2. ut quae (animae) fuerant simplices et bonitatis innoxiae; eaedem cum bonis. Sic au tem dicuntur homines aperti, et in quibus fallaciae nihil, nec malitiae inest quidquam. Cic. de Offic. l. 1. Ita viros, fortes et… … Hofmann J. Lexicon universale
παυρολόγος — ον, Α πραϋλόγος*. αυτός που μιλάει ήσυχα, γλυκά, με πράους λόγους, γλυκομίλητος («παυρολόγοι πολιαί», Στοβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος «μικρός» + λόγος*. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε πραϋλόγος (< πρᾶος)] … Dictionary of Greek
προσεξετάζω — Α εξετάζω, ερευνώ επιπροσθέτως ή περισσότερο («εἰ... δημοτικόν τις ὑπείληφεν τὸ πράους εἶναι τοὺς νόμους, τίσιν τοῡτο προσεξεταζέτω», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek